- πλάτεμα
- το, -ατοςη πράξη και το αποτέλεσμα του πλαταίνω, επέκταση, διεύρυνση: Είναι απαραίτητο το πλάτεμα του δρόμου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλάτεμα — και πλάτυμα και πλάταιμα, το, Ν [πλαταίνω / πλατύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλαταίνω … Dictionary of Greek
διάνοιξη — η [διανοίγω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού διανοίγω 2. διαπλάτυνση, διεύρυνση, πλάτεμα … Dictionary of Greek
διαπλάτυνση — η το να γίνει κάτι πλατύτερο, διεύρυνση, πλάτεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διαπλάτυνσις μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως] … Dictionary of Greek
διεύρυνση — η άνοιγμα, πλάτεμα, επέκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διευρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] … Dictionary of Greek
πλάταιμα — το, Ν βλ. πλάτεμα … Dictionary of Greek
πλάτυμα — το, Ν βλ. πλάτεμα … Dictionary of Greek
πλάτυνση — (Αστρον.). Προκειμένου για ένα σώμα που περιστρέφεται, όπως είναι η περίπτωση των ουράνιων σωμάτων, η π. εκφράζει την υφιστάμενη σχέση μεταξύ της πολικής και της ισημερινής ακτίνας και εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ της φυγόκεντρης δύναμης και της … Dictionary of Greek
πλατεμός — ο, Ν [πλαταίνω] το πλάτεμα … Dictionary of Greek
φάρδεμα — το, Ν [φαρδαίνω] πλάτεμα … Dictionary of Greek
φάρδεμα — το, ατος η διαπλάτυνση, το πλάτεμα: Το φάρδεμα του στενού δρόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)